Χρυσή Μαρούση: "Είναι απίστευτα σπουδαίο στις μέρες μας να μπορεί κάποιος να νιώθει, να έρχεται σε επαφή με την ψυχή του και τις ανάγκες της."

2022-11-23

Σας επέλεξε η γραφή ή την επιλέξατε; Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με την συγγραφή θεατρικού έργου;

Η γραφή ήρθε στη ζωή μου σαν κάτι αναμενόμενο. Είναι, θα έλεγε κανείς, μέρος των εργοστασιακών μου ρυθμίσεων. Σε αυτήν μπορώ να είμαι ο πιο αληθινός εαυτός μου. Νομίζω πως ήταν ένας αμοιβαίος δυνατός έρωτας αυτό που μας ένωσε. Δεν τέθηκε καν θέμα επιλογής. Τώρα, όσον αφορά στο θεατρικό που γράφτηκε, ήταν κάτι που προέκυψε φυσικά. Από την στιγμή που γράφω, είμαι ανοιχτή στο να καταπιαστώ με διάφορα λογοτεχνικά είδη. Ξεκίνησα από τη στιχουργική, εκεί στην εφηβεία, συνέχισα με ένα μυθιστόρημα, ακολούθησε ένα παιδικό βιβλίο, μια συμμετοχή σε συλλογή διηγημάτων, ένα τραγούδι σε στίχους μου. Όταν λοιπόν η Χαρίκλεια, εμπνεύστηκε και μου μίλησε για όλο αυτό, θέλησα να λάβω μέρος με τον ενθουσιασμό παιδιού. Είχα βέβαια, ενδόμυχα τον φόβο και την αγωνία για το αν θα τα καταφέρω, αλλά η σκέψη πως θα προσφέρω κι εγώ, έστω κάτι ελάχιστο, στη μνήμη αυτών των ανθρώπων, πως θα ανάψω ένα μικρό κερί για την Μικρασία και τους ανθρώπους της, τα κάλυπτε όλα.

Μίλησε μας για το έργο «Μη με λησμόνει».

Η κεντρική ηρωίδα του έργου, κληρονομεί το σπίτι της γιαγιάς της και καλείται να το αδειάσει. Εκεί βρίσκει μια βαλίτσα γεμάτη από πράγματα εκείνης φερμένα από την πατρίδα της, την Μικρασία. Συνειδητοποιεί τότε, πόσο μεγαλύτερη και πολυτιμότερη είναι αυτή η κληρονομιά που της έλαχε. Μέσα από το κάθε αντικείμενο που βρίσκει σε αυτή την παλιά βαλίτσα, μεταφερόμαστε και σε μια άλλη περίοδο της ιστορίας. Κι έτσι συναντάμε την Σμύρνη στην ακμή της, την παρακολουθούμε στην πορεία προς την καταστροφή της, την βλέπουμε να ελπίζει σε μια βοήθεια που δεν πρόκειται να έρθει ποτέ. Καίγεται, βιάζεται, ξεριζώνεται, πνίγεται στα νερά της προκυμαίας. Προσφυγοπούλα γίνεται, μπαίνει σε βάρκα και ψάχνει λιμάνι να πιάσει και να πιαστεί. Βιώνει την απαξίωση, στη νέα πατρίδα που λαχταρά να βρει, θα είναι πάντα ξένη, τουρκόσπορος. Την βλέπουμε να μην απελπίζεται, να κάνει τα πικρά γλυκά και να αναγεννιέται, μέσω των ανθρώπων της, μέσα από τις στάχτες της. Φέρνει μαζί της, ως αντίδωρο στη νέα πατρίδα για την φιλοξενία, τον πολιτισμό, την παιδεία, τις τέχνες και της χαρίζει σπουδαίους εκπροσώπους της. Μπαίνουμε μαζί της στα καφέ Αμάν, ακούμε τον πόνο της που γίνεται τραγούδι και λυγμός. Και ένα μικρό λουλουδάκι, ένα ταπεινό μη με λησμόνει, μας καλεί να μην λησμονήσουμε, να θυμόμαστε, να κρατήσουμε τη μνήμη αυτών των ανθρώπων κι αυτής της ευλογημένης γης, ζωντανή. Είναι χρέος μας.

Ποιο είναι το κύριο μήνυμα του έργου και ποια συναισθήματα πιστεύεις ότι θα δημιουργήσει στους θεατές;

Το έργο αυτό είναι γεμάτο από μεγάλα μηνύματα. Μιλά για την αξία της ανθρώπινης ζωής, την φρίκη του πολέμου, τους ανθρώπους που μπορούν να γίνουν άγιοι ή ασυγκράτητα θηρία. Για την αναγκαιότητα της ειρήνης. Για το πόσο αναλώσιμη είναι η ανθρώπινη ζωή, από καταβολής κόσμου. Για την ιερότητα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της πατρίδας και της πίστης του κάθε λαού. Αν θα έπρεπε ωστόσο να επικεντρωθεί κανείς σε ένα μόνο μήνυμα, σίγουρα αυτό θα ήταν εκείνο που ο ίδιος ο τίτλος του έργου μαρτυρά: να μη λησμονήσουμε. Τα ιερά και τα όσια. Την ιστορία. Το παρελθόν μας. Τους ανθρώπους μας. Έχουμε να κάνουμε με μια γλυκόπικρη παράσταση, όπως ακριβώς είναι κι η ίδια η ζωή, στην οποία οι θεατές θα συγκινηθούν, θα γελάσουν, θα θυμηθούν, θα συνειδητοποιήσουν, θα βρουν οπωσδήποτε κομμάτια του εαυτού τους και σημεία ταύτισης. Είμαι σίγουρη πως είναι μια παράσταση που θα αφυπνίσει πολλά συναισθήματα και θα μας κάνει όλους να νιώσουμε. Γιατί θεωρώ πως είναι απίστευτα σπουδαίο στις μέρες μας να μπορεί κάποιος να νιώθει, να έρχεται σε επαφή με την ψυχή του και τις ανάγκες της.

Πώς μπορεί να «παντρευτεί» επί σκηνής η μουσική, το θέατρο σκιών και η υποκριτική;

Με μαεστρία, με ταλέντο, με σωστή συνεργασία. Για εμένα οι τέχνες άλλωστε, είναι αλληλένδετες. Άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους. Ενωμένοι κρίκοι μιας πνευματικής αλυσίδας.

Πιστεύεις πως σαν λαός είμαστε κοντά στο χθες, τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις του τόπου μας;

Πρώτα πρώτα να πω πως όλα αυτά τα θεωρώ πλούτο ανεκτίμητο και θησαυρό. Σίγουρα στις μέρες μας υπάρχει μια έντονη και ανησυχητική τάση απαξίωσης και ισοπέδωσης των μεγαλύτερων αξιών, ακόμα και του ίδιου του ανθρώπου. Και από τα περισσότερα από τα ήθη και τα έθιμα που συντηρούμε λείπει συχνά η ουσία. Στεκόμαστε στο περιτύλιγμα. Έχουμε έναν ωκεανό απλωμένο στα πόδια μας, κι εμείς αρκούμαστε στο να πλατσουρίζουμε στα ρηχά. Από την άλλη καταννοώ πως οι εποχές αναμφισβήτητα αλλάζουν. Πως πάντα εξελισσόμαστε και πως το νεότερο ξενίζει στους μεγαλύτερους και συχνά, το παλαιό προκαλεί αλλεργία στους νεότερους. Ταυτόχρονα όμως σκέφτομαι το εξής παρήγορο, πως σε κάθε περίοδο υπάρχουν όλων των ειδών οι άνθρωποι. Εγώ λοιπόν εστιάζω κι ακουμπώ σε εκείνους που αγαπούν τον τόπο τους, που καταλαβαίνουν την σπουδαιότητα της εθνικής ταυτότητας κάθε λαού, την αναφορά του στις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα. Σε όσους σέβονται την ιερότητα της πίστης και της πατρίδας. Δεν ξέρω. Δεν θέλω να είμαι απαισιόδοξη. Πιστεύω στους ανθρώπους. Στο καλό και στο φως που υπάρχει μέσα στον καθένα. Όσο κι αν το καλύπτει.

Τι πρέπει να έχουμε σαν Φάρο για να μην επαναληφθούν τα λάθη και οι μαύρες σελίδες του παρελθόντος;

Πρέπει να μαθαίνουμε την ιστορία μας, να διδασκόμαστε από αυτήν, να αγαπάμε τη χώρα μας και να τις σεβόμαστε αμφότερες. Για μένα, όμως, ο πιο φωτεινός, άσβεστος και σημαντικός φάρος εις τους αιώνας των αιώνων, είναι πνευματικός κι είναι η πίστη μας, ο θησαυρός της Ορθοδοξίας.

Κλείνοντας, ποια ευχή θέλεις να στείλεις στους αναγνώστες μας;

Μία μόνο. Να μην πεθάνουν χωρίς να έχουν ζήσει. Ουσιαστικά και αληθινά. Με όλες τις αισθήσεις, 100%.